Ο Χατζηγιώργης Μουστούκας |
Το κείμενο αυτό της Χαράς Κουμουλλή – Παπαβασιλείου, (Φιλολόγου) δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Τα Λεύκαρα» αριθμός τεύχους 82, τον Απρίλιο – Ιούνιο 2003.
«Η Κύπρος είναι τα Λεύκαρα» μου απάντησε μία φίλη μου κοσμοπολίτισσα, όταν της ζήτησα τη γνώμη της γι’ αυτό το νησί. Και δε μου φάνηκε υπερβολή, γιατί το χωριό, που ξαπλώνει νωχελικά στη λευκή πλαγιά της Σωτήρας πλουμίζοντάς την με το πράσινο των περιβολιών του χρώμα και το κόκκινο της στέγης των σπιτιών, κρατά όλα σχεδόν τα στοιχεία της κυπριακής παράδοσης, χωρίς όμως να έχει αποβάλει τον προσωπικό του χαρακτήρα. Τη γνωρίζεις κλιμακωτά αυτή την παράδοση, που η αρχή της χάνεται στον προϊστορικό οικισμό της Χοιροκοιτίας. Και προχωράς στην αρχαιότητα, που πρώτα πρώτα την «ακούς» στη γλώσσα των κατοίκων σε ένα πλήθος λέξεων και δομικών στοιχείων της αρχαίας ελληνικής διαλέκτου, χαρακτηριστικό που αφορά ολόκληρη την Κύπρο. Γι’ αυτό κι ποιητής Γιώργος Σεφέρης, όταν για πρώτη φορά θα επισκεφτεί την Κύπρο εντυπωσιασμένος θα γράψει στο φίλο του Νάσο Βαγενά: «Ποτέ δε φανταζόμουν ότι τόσο κοντά στην Ελλάδα ζει ένας κόσμος που μιλά γνήσια την ελληνική γλώσσα τόσο που να σε παραπέμπει στην αρχαία ελληνική πραγματικότητα». Κι ύστερα τη βλέπεις ξανά την αρχαία παράδοση στις εσωτερικές αυλές των σπιτιών και στις νεοκλασικές προσόψεις των κεντρικών κτιρίων, τις διακοσμημένες με τους ιωνικού ή δωρικού ρυθμού κίονες. Και η ιστορία συνεχίζεται.
Στα Λεύκαρα, καθώς τα περιηγείσαι, έχεις την αίσθηση ότι διαβάζεις την ιστορία όλου του νησιού. Οι ξένοι κατακτητές που πέρασαν από πάνω του δεν κατάφεραν να αλλοιώσουν την ψυχή του χωριού, άφησαν όμως, όπως ήταν φυσικό, τα ίχνη τους, που διασώζει η γλώσσα και που φαίνονται πιο καθαρά στα ονόματα των πραγμάτων. Τα Φραγκομάτα, ο τουρκομαχαλάς με τον μιναρέ, το κτίριο της Αστυνομίας, που στέγαζε στα μέσα ακόμα του προηγούμενου αιώνα τον Άγγλο κατακτητή, στο ξάγναντο του χωριού το κάστρο της Ρήγαινας και άλλα διάφορα, που εκτός απ’ την ανάμνηση που συντηρούν, προσδίνουν στο χαρακτήρα του χωριού και το στοιχείο της πολυπολιτισμικότητας.
Τα Λεύκαρα σε κατακτούν σιγά σιγά, όσο περισσότερο τα γνωρίζεις και είναι λογικό, γιατί, όπως πολύ σωστά λέει ο Antoine Saint Exipery στο Μικρό Πρίγκιπα «Δεν αγαπά κανείς παρά μόνο αυτό που γνωρίζει». Πράγματι κάθε φορά που επισκέπτομαι το χωριό, καθώς το περιδιαβάζω, όλο και κάτι καινούργιο ανακαλύπτω, ένα καντούνι τόσο στενό, που θυμίζει τα Μεστά της Χίου, μια αριστουργηματικά δομημένη καμάρα, ένα σπίτι πανάρχαιο συντηρημένο με απόλυτη προσήλωση στην πρωτογενή του μορφή. Έπειτα εκείνες οι εκκλησιές οι ατέλειωτες, οι παμπάλαιες, οι μικρές, οι απέριττες, με τα παράξενα ονόματα, όπως ο Άγιος Ξωρινός, ο Αϊ Γιώργης ο Οξύς. Κι ο καβαλάρης στη χαίτη του λιονταριού που κατοικεί σαν σύμβολο ακατανίκητης δύναμης και σαν φύλακας στη μέση του χωριού, ο Άγιος Μάμας, μου ΄φερε στο νου το θυρεό της Πύλης Των Λεόντων των αρχαίων Μυκηνών. Τελευταία γνώρισα και την Παναγία της Ομορφιάς.
Τα περισσότερα εκκλησάκια βρίσκονται ενσωματωμένα στα σπίτια. Ξαφνικά τ’ ανακαλύπτεις. Σ’ αιφνιδιάζουν! Τα διάσπαρτα όμως στην περιφέρεια των Κάτω Λευκάρων βυζαντινά έλκουν την προσοχή του επισκέπτη, ξεχωρίζουν! Το ίδιο και ο Τίμιος Σταυρός που προβάλλει στο κέντρο του περιβόλου του κι είναι το πρώτο που το μάτι σου αντικρίζει, μόλις φανεί από μακριά η εικόνα του χωριού. Τις νύχτες του καλοκαιριού, καθώς έκανα τον περίπατό μου, είχα την ευκαιρία να τον απολαμβάνω, φωταγωγημένο όπως τον αγνάντευα, σαν το ωραιότερο πλουμί της πιο τεχνήτρας κεντήστρας των Λευκάρων. Τα χρώματα, οι καμπύλες, τα περιγράμματα, οι φωτοσκιάσεις, όλα αυτά μου θύμισαν τ’ αριστουργήματα που κεντούσαν κι ακόμα κεντούν οι Λευκαρίτισσες.
Ένα στοιχείο το πιο δυνατό της λευκαρίτικης παράδοσης είναι η ιστορία του κεντήματος, που γράφτηκε με πολύ κόπο από άντρες και γυναίκες. Είναι μια παράδοση ολοζώντανη και παγκοσμίως γνωστή εξαιτίας των κεντητάρηδων, δηλαδή των κεντηματεμπόρων, που ξενιτεύονταν χρόνια ολόκληρα, προκειμένου να πουλήσουν τα περίφημα λινά εργόχειρα των γυναικών. Το χωριό ήταν γεμάτο κεντήστρες και με τον καιρό η κάθε οικογένεια είχε και τον κεντητάρη της έναν ή περισσότερους. Οι απόγονοί τους διατηρούν πολλά ακούσματα απ’ τις εμπειρίες τους, που περιβάλλονταν την αίγλη του παραμυθιού, αφού τα ταξίδια σε ξένες χώρες την παλιά εποχή ήταν τα ίδια μια περιπέτεια. Οι κεντητάρηδες που πρώτοι πήραν θαρρετά και με σθένος το δρόμο της ξενιτιάς, αυτοί οι παλιοί έχουν φύγει εδώ και καιρό απ’ τη ζωή και τα ταξίδια τους τ’ αλαργινά έχουν πια τελειώσει. Το ταξίδι τους όμως μέσα στο χρόνο δε σταματά ποτέ, επειδή στο καινούργιο διασώζεται το παλιό, που το συγκρατεί και σαν μαγιά το τρέφει. Έτσι εξασφαλίζεται η αδιάσπαστη συνέχεια στ’ ανθρώπινα, όπως λέει και ο Όμηρος στο Ζ της Ιλιάδας: «Σαν τα φύλλα των δέντρων οι γενιές των ανθρώπων διαδέχονται η μια την άλλη». Μελαγχολικό αλλά και αισιόδοξο το μήνυμα του μεγάλου ποιητή καταδεικνύει, πόσο αλληλοεξαρτημένες είναι οι έννοιες της ζωής και του θανάτου, πόσο πλησίον ενοικούν η μία στην άλλη. Και ο Ηράκλειτος αργότερα την ίδια σχέση θα εκφράσει με την «ενότητα των αντιθέσεων», τη νομοτελειακή αρχή του «γίγνεσθαι», πηγή της ζωής και κάθε μορφής δημιουργίας. Στο γεγονός της διαδοχής το τέλος και η αρχή μοιάζουν με κρίκους άρρηκτα συνδεδεμένους μεταξύ τους. Έτσι ταξιδεύει και η πολυταξιδεμένη ζωή των κεντητάρηδων στη μνήμη και το έργο των απογόνων τους.
Και επειδή ο ανθρώπινος βίος παρά την εξέλιξη και την πρόοδο αίρει το σταυρό της αβάσταχτης πεζότητας και του αφόρητου ρεαλισμού, γεννιέται επιτακτική η ανάγκη μέσα μας της διαφυγής στο παρελθόν, που οπωσδήποτε κι αυτό εξιδανικεύεται. Δύσκολα ήταν τα χρόνια τότε. Η ανάγκη κρατούσε σκυφτές κάτω απ’ το λιγοστό φως τις γυναίκες στ’ απανωτά τους νυχτέρια. Δημιουργούσαν όμως τέχνη μες στη θαλπωρή της ανθρώπινης επαφής. Και πάλι η ανάγκη έσπρωχνε τον κεντητάρη στ’ άγνωστα της ξενιτιάς μονοπάτια. Όμως ο δρόμος για την ξενιτιά τον γέμιζε εμπειρίες και τον έκανε πολύμητι (= συνετό, στοχαστικό) σαν τον Οδυσσέα. Η ξενιτιά ήταν η «Ιθάκη» του. Το μέγιστο όφελος ήταν αυτή, η γνώση και η σοφία που του 'δινε κι όχι η επίτευξη του βιοπορισμού, το υλικό κέρδος. Η ξενιτιά ατσάλωνε επίσης το χαρακτήρα του και θέριευε την αγάπη και τον πόνο για τον τόπο του, που εκδηλωνόταν έμπρακτα με δωρεές εκ μέρους τουλάχιστον των μεγαλοεπιχειρηματιών που είχαν ξεκινήσει ως κεντηματέμποροι τη σταδιοδρομία τους στα ξένα. Στην αναπόφευκτη σύγκριση με τις προηγμένες χώρες της Ευρώπης η πατρίδα του με το άπλετο φως και το απέραντο γαλάζιο έβγαινε πάντα πρώτη. Απ’ τις χώρες που επισκεπτόταν έπαιρνε όμως τα εφόδια που θα του επέτρεπαν να ζήσει πιο άνετα την οικογένειά του. Έμμεσα ωφελούσε και το χωριό του.
«Ο πατέρας μου, ο Χατζηγιώργης Μουστούκας», αφηγείται ο Μιχαλάκης Χατζηγεωργίου που ζει στην Αγγλία, «όταν αρραβωνιάστηκε τη μητέρα μου την Ανδρονίκη το γένος Τζωρτζή Κάττου, για να εξοικονομήσει χρήματα να χτίσει το σπίτι τους, έκανε τον κεντητάρη σχεδόν οχτώ χρόνια. Ταξίδεψε στην Αυστρία, Ουγγαρία, Δανία, Παλαιστίνη. Στην Ουγγαρία απαγορευόταν να πουλήσει κανείς από σπίτι σε σπίτι χωρίς άδεια εργασίας κι ο πατέρας μου άρχισε να πουλά χωρίς άδεια γυρολόγου. Έγινε όμως αντιληπτός και τον διέταξαν να εγκαταλείψει τη χώρα εντός ολίγων ημερών. Αυτό ήταν όμως πολύ δύσκολο, γιατί είχε πουλήσει με δόσεις κι έπρεπε να μείνει περισσότερο, προκειμένου να εισπράξει τα χρήματά του. Απευθύνθηκε λοιπόν στην ελληνική πρεσβεία, αλλά του είπαν ότι δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν, επειδή ήταν Εγγλέζος υπήκοος. Την επομένη ημέρα, καθώς περπατούσε στους δρόμους της Βουδαπέστης, είδε εγγλέζικες σημαίες να κυματίζουν. Ρώτησε και του είπαν πως κάποιος Άγγλος επίσημος επισκέφτηκε την Ουγγαρία. Πήρε θάρρος και ζήτησε τη συμπαρά-σταση της εγγλέζικης πρεσβείας. Του έδωσαν, αντί για μια βδομάδα που είχε ζητήσει, έξι μήνες άδεια παραμονής. Εισέπραξε τα χρήματά του κι επέστρεψε στην Κύπρο.
Το 1939 βρισκόταν στην Αυστρία. Η κυβέρνηση ζήτησε να φύγουν οι Άγγλοι υπήκοοι. Έφυγε αφήνοντας όλα τα κεντήματα. Νόμιζε ότι θα επέστρεφε ... Το ίδιο και οι άλλοι. Έμεινε πια μέχρι το τέλος της ζωής του στα Λεύκαρα. Ασχολήθηκε με τα χτήματα κι άνοιξε καφενείο. Το 1947 έδωσε στον αδερφό μου το Νίκο κεντήματα (κεντούσε η μάνα μου η Ανδρονίκη) να τα πουλήσει στην Αγγλία όπου ζούσε. Έκτοτε του έστελνε με άδεια εξαγωγής του Εμπορικού Επιμελητηρίου μέσω του υπουργείου Εξωτερικών. Οι Άγγλοι μετά τον πόλεμο είχαν επιτρέψει να εισάγουν στην Αγγλία ένα ποσοστό κεντημάτων. Νομίζω ότι είχε ιδρυθεί κιόλας Σύλλογος Λευκαριτών Κεντηματεμπόρων».
Αυτές τις αναμνήσεις του μας αφηγήθηκε ένα βράδυ ο θείος μας ο Μιχαλάκης Χατζηγεωργίου, για τον κεντητάρη πατέρα του. Τις είπαμε κι εμείς στα παιδιά μας. Κι αυτά ποιος ξέρει; Κάποιο σούρουπο, γιατί τότε οι μνήμες μάς κάνουν τη χάρη και μας επισκέπτονται, καθώς ο ήλιος θα ταξιδεύει για τη χώρα των Αιθιόπων ξαπλωμένος στο χρυσό του ανάκλιντρο, θα θυμηθούν τα ταξίδια τ’ αλαργινά του προπάππου τους και θα τα ιστορήσουν στα δικά τους παιδιά. «Ήταν κι εκείνος ένας κεντητάρης που έβαλε με τον ιδρώτα του και το δικό του λιθαράκι στη δημιουργία της παράδοσης του κεντήματος, της τόσο σημαντικής για τη συντήρηση της ζωής και την ανάπτυξη των Λευκάρων» ίσως πουν στοχαστικά.
«Σαν τα φύλλα των δέντρων οι γενιές των ανθρώπων διαδέχονται η μία την άλλη». Τα φθινοπωρινά και του χειμώνα τα φύλλα θρέφουν τη ρίζα κι αυτή με τη σειρά της θα κάνει να φυτρώσουν οι νέοι βλαστοί πάνω στα κλαδιά του δέντρου. Η παράδοση έτσι συνεχίζεται, χωρίς διάσπαση και χάσματα, χωρίς διακοπή, αφήνοντας πίσω της το αποστεωμένο, το άχρηστο και το περιττό, το ανίκανο να επιβιώσει. Το βλέπεις καθαρά, το βιώνεις στα πανέμορφα Λεύκαρα, που χάρη στην ιδιαιτερότητα της ιστορίας τους ξεχωρίζουν από τα άλλα επίσης ωραία χωριά του νησιού. Αυτή τα κάνει να φαντάζουν ως το ωραιότερο πλουμί της καλύτερης κεντήστρας.
Αθήνα Φλεβάρης 2003
Κουμουλλή – Παπαβασιλείου Χαρά, Φιλόλογος
Ο Χατζηγιώργης Μουστούκας με τον Γιώργο Σκορδαλλόν, κεντηματέμποροι στην Ευρώπη το 1930.
|
Ο Χατζηγιώργης Μουστούκας (όρθιος) με τον Γιώργο Σκορδαλλόν, κάπου στην Ευρώπη εκθέτουν τα «Λευκαρίτικα» κεντήματα το 1930 όπως φαίνεται και στην φωτογραφία.
|
Ο Χατζηγιώργης Μουστούκας με τη σύζυγό του Ανδρονίκη και το γιο του Μιχαλάκη Χατζηγεωργίου, όταν είχε καφενείο στα Λεύκαρα μετά τη επιστροφή από τη Ευρώπη.
|
Στην πιο πάνω φωτογραφία ο Χατζηγιώργης Μουστούκας (πάνω αριστερά) στην Ευρώπη (την δεκαετία του 1930) εκθέτει σε υπαίθρια καφετέρια της εποχής τα «Λευκαρίτικα».
|
Ο Χατζηγιώργης (Γιώργος) Μουστούκας (αριστερά) με τον αδελφό του Μιχαήλη Μουστούκας επίσης κεντηματέμπορο στην Τεργέστη της Ιταλίας.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου