Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Ιστορία των ΛΕΥΚΑΡΩΝ

(Το κείμενο είναι από την ιστοσελίδα του Δήμου των ΛΕΥΚΑΡΩΝ)
Ιστορικές πηγές αποκαλύπτουν ότι οι διάφοροι κατακτητές της Κύπρου έχουν αφήσει τα ίχνη τους στα Λεύκαρα.
Επί Βενετοκρατίας, τα Λεύκαρα έγιναν τουριστικό θέρετρο για τις Ενετές αρχόντισσες, οι οποίες σύμφωνα με μια ιστορική εκδοχή, δίδαξαν την τέχνη του κεντήματος στις γυναίκες του χωριού. Πιστεύεται ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο μεγάλος ζωγράφος Λεονάρντο ντα Βίντσι επισκέφθηκε τα Λεύκαρα και αγόρασε ένα μεγάλο τραπεζομάντιλο για το βωμό του καθεδρικού ναού του Μιλάνου.
Γύρω στο 1570 μ.Χ., όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο για να κατακτήσουν το νησί, ένας μεγάλος αριθμός πολιτών βρήκε καταφύγιο στα Λεύκαρα, προκειμένου να ξεφύγει από την τουρκική θηριωδία. Ωστόσο, φαίνεται ότι τα Λεύκαρα ήταν το πρώτο θύμα των τουρκικών επιδρομών, όπου, σύμφωνα με τις γραπτές πηγές, ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων είχαν σφαγεί στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού.
Οι άγγλοι κατακτητές (1878 μΧ), κήρυξαν το Δήμο Λευκάρων (1883 μΧ), κάτι που άλλαξε την όλη πορεία της εξέλιξης της πόλης.
Τα Λεύκαρα είναι γνωστά σχεδόν σε όλο τον κόσμο για τα υπέροχα κέντημα του. Οι γυναίκες των Λευκάρων κεντούσαν αρχικά αυτά τα όμορφα κεντήματα για να διακοσμήσουν τα σπίτια τους. Σε μεταγενέστερο στάδιο, ωστόσο, και προς το τέλος του 19ου αιώνα, συνειδητοποίησαν ότι αυτά τα έργα τέχνης θα μπορούσε να πωληθούν για να διακοσμήσουν τα σπίτια των ανθρώπων και από τις άλλες περιφέρειες. Η ιδέα αυτή έδωσε τη θέση της για την έναρξη των συναλλαγών των Λευκαρίτικων κεντημάτων. Με μια βαλίτσα γεμάτη Λευκαρίτικα κεντήματα στα χέρια τους, άρχισαν οι χωρικοί να ταξιδεύουν προς όλες τις κατευθύνσεις με σκοπό να πωλήσουν τα διάσημα κεντήματα. Επιστρέφοντας στο χωριό με ένα σεβαστό χρηματικό ποσό, οι χωρικοί συνειδητοποίησαν ότι το εμπόριο των Λευκαρίτικων κεντημάτων ήταν να γίνει μια σοβαρή πηγή εισοδήματος για τις οικογένειές τους Σε ανθρώπους από όλο τον κόσμο άρεσε το Λευκαρίτικο κέντημα και αυτή η μεγάλη αγάπη διατηρήθηκε ζωντανή στο πέρασμα των αιώνων. Ακόμα και σήμερα, βλέποντας τις γυναίκες των Λευκάρων να κεντούν στα στενά δρομάκια, γίνεται απόλαυση από κάθε περαστικό. Τα Λευκαρίτικα κεντήματα, τα όμορφα κεντήματα που χρησιμοποιήθηκαν από γενεές ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, για να διακοσμούν και να ομορφαίνουν τα σπίτια τους είναι αγαπητά ακόμη, άξια θαυμασμού και χρησιμοποιούνται κατά τον ίδιο τρόπο και σήμερα.
Και ενώ οι γυναίκες Λευκάρων εκφράζονται καλλιτεχνικά, δημιουργώντας όμορφα κεντήματα, οι άνδρες Λευκάρων, με την αίσθηση της τέχνης διακοσμούν με ιδιαίτερη τέχνη τα καπνιστομέρρεχα, τα ασημένια κουταλάκια και τόσα άλλα έργα τέχνης με ασήμι. Η τέχνη του ασημιού, που ανθεί ακόμη και σήμερα στα Λεύκαρα, προσφέρει παντού ωραία έργα τέχνης για τους λάτρεις του ασημιού.
Στην καρδιά του χωριού υπάρχει η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, η οποία χρονολογείται από τον 14ο αιώνα μ.Χ. Χαρακτηριστικό της εκκλησίας είναι το ξυλόγλυπτο εικονοστάσι, από το 1760 μ.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση, ο μεγάλος ασημένιος σταυρός, φέρει ένα κομμάτι του Τιμίου Ξύλου, που φυλάσσεται στην αθέατη κρύπτη που βρίσκετε στο ιερό. Κάθε γωνιά των Λευκάρων έχει βαθιά σχέση με τον Χριστιανισμό από τα πολλά ιστορικά ξωκλήσια, που, είναι διάσπαρτα γύρω από κάθε γειτονιά του χωριού.
Τα Λεύκαρα στο σύνολο, αποτελούν ένα ζωντανό μουσείο, γιατί ο επισκέπτης μπορεί, σε κάθε γωνιά του χωριού να αισθανθεί την εμπειρία του να ζεις σε προηγούμενες περιόδους. Το Λαογραφικό Μουσείο της Τέχνης είναι το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της Λαϊκής Αρχιτεκτονικής, η οποία χαρακτηρίζει τα Λεύκαρα. Το μουσείο είναι ένα αρχοντικό του 19ου αιώνα (κατοικία Πάτσαλου), όπου ο χρόνος έχει σταματήσει και θυμίζει στον επισκέπτη το παρελθόν. Οι καναπέδες, οι μεγάλοι ξυλόγλυπτοι καθρέφτες, τα παλιά κρεβάτια και τα κοστούμια του σπιτιού του αξιωματούχου και ευγενή είναι μερικά από τα υπέροχα εκθέματα του μουσείου. Το καμάρι του μουσείου, όμως, είναι η παλιά συλλογή Λευκαρίτικου κεντήματος του 19ου αιώνα που εκτίθεται σε ένα από τα δωμάτια του.

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΩΡΑΙΑ ΛΕΥΚΑΡΑ



• Τα Λεύκαρα είναι κωμόπολη της επαρχίας Λάρνακας και ανεξάρτητος δήμος της Κύπρου. Θα μπορούσε κανείς να πει πως τα Λεύκαρα βρίσκονται στην καρδιά της Κύπρου, αφού απέχουν 50 χλμ. από τη Λευκωσία, 43 χλμ. από τη Λάρνακα και 50 χλμ. από τη Λεμεσό.
• Τα Λεύκαρα είναι ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα της υπαίθρου της Λάρνακας. Είναι ένα από τα χωριά της Κύπρου που γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι υπήρχε και πριν από την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Μια κοινότητα με ιστορικές αποδείξεις και έχει το αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα της ιστορικής εξέλιξης, η οποία είναι μακρά και ταυτόχρονα πλούσια σε εικόνες και εμπειρίες. Στα Λεύκαρα, καθώς τα περιηγείσαι, έχεις την αίσθηση ότι διαβάζεις την ιστορία όλου του νησιού. Οι ξένοι κατακτητές που πέρασαν από πάνω του δεν κατάφεραν να αλλοιώσουν την ψυχή του χωριού, άφησαν όμως, όπως ήταν φυσικό, τα ίχνη τους, που διασώζει η γλώσσα και που φαίνονται πιο καθαρά στα ονόματα των πραγμάτων. Τα Φραγκομάτα, ο τουρκομαχαλάς με τον μιναρέ, το κτίριο της Αστυνομίας, που στέγαζε στα μέσα ακόμα του προηγούμενου αιώνα τον Άγγλο κατακτητή, στο ξάγναντο του χωριού το Κάστρο της Ρήγαινας και άλλα διάφορα, που εκτός απ’ την ανάμνηση που συντηρούν, προσδίνουν στο χαρακτήρα του χωριού και το στοιχείο της πολυπολιτισμικότητας..


• Τα Λεύκαρα είναι γνωστά και για τα κεντήματα, τα «Λευκαρίτικα», καθώς και για την Αργυροχοΐα τους.


• Η λαϊκή αρχιτεκτονική των Λευκάρων αποτελεί ανεκτίμητο στοιχείο της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Κύριο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας του, είναι η συνεχής και πυκνή δόμηση. Οι τοίχοι ορθώνονται πετρόκτιστοι, ψηλοί με λιγοστά ανοίγματα στο πάνω μέρος. Απροσπέλαστα φρούρια, τα παλαιότερα σπίτια παραμένουν κρυμμένα πίσω από τις λίθινες επιφάνειες που ακολουθούν τις καμπύλες των δρόμων. Οι λιθόστρωτοι δρόμοι με τους επίσης πετρόκτιστους τοίχους εναρμονισμένοι με το φυσικό περιβάλλον δημιουργούν ένα ανθρώπινο περιβάλλον.


• Κάθε τόπος έχει βέβαια τη δική του ιδιαιτερότητα. Υπάρχουν όμως και κάποιες περιοχές που είναι προικισμένες με πλούσια πολιτιστική και φυσική κληρονομιά. Σ´ αυτές συμπεριλαμβάνεται και η κωμόπολη των Λευκάρων. Μια τέτοια περιοχή είναι η κωμόπολη των Λευκάρων. Αν η πολιτιστική κληρονομιά, όπως είναι αυτονόητο, είναι αποτέλεσμα των κατοίκων (της εργατικότητας και της ενεργητικότητάς των) η φυσική οφείλεται στην ίδια τη φύση.
• Τα Λεύκαρα είναι επίσης γνωστά στους βοτανολόγους για την πλούσια χλωρίδα τους. Ένας μεγάλος αριθμός ενδημικών (πχ Astragalus macrocarpus ssp. Lefkarensis και Allium Lefkarence) και άλλων αυτοφυών φυτών απαντώνται στην περιοχή των Λευκάρων.
• Τα Λεύκαρα είναι γνωστά σε όλους τους γεωλόγους του κόσμου για τα πετρώματά τους που αποτελούν το Γεωλογικό Σχηματισμό Λευκάρων (Lefkara Formation). Γεωλογικά τα πετρώματα αυτά, προέρχονται από θαλάσσια ιζηματογενή πετρώματα ηλικίας 50 – 70 εκατομμυρίων χρόνων και είναι ασβεστολιθικά και πυριτολιθικά. Είναι λευκόχρωμα πετρώματα (από εδώ και το όνομα Λεύκαρα = λευκά όρη), αλλά κάποτε περιλαμβάνουν μεγάλες φλέβες από πυριτόλιθο, σκούρο, γκριζογάλανο ή καφέ. Έχουν και τα ανάλογα ονόματα όπως «αθασόπετρα», (αθάσι = αμύγδαλο) οι λευκές, ενώ οι πυριτόλιθοι λέγονται «αθκιάτζιες». Οι «χαλλουμόπετρες» (ή χαλλούμες) είναι μαλακές και φθείρονται εύκολα και γι’ αυτό δεν κάνουν για κτίσιμο
Χωρίζονται διοικητικά σε δύο μέρη, τα Πάνω Λεύκαρα, που αποτελούν δήμο, και την κοινότητα των Κάτω Λευκάρων.




[Από τον Δημήτρη Χ. Κουμουλλή (Dimitris Koumoullis)].

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

ΤΑ ΛΕΥΚΑΡΑ ΚΑΙ Ο ΚΕΝΤΗΤΑΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΙΩΡΓΗΣ ΜΟΥΣΤΟΥΚΑΣ

Ο Χατζηγιώργης Μουστούκας

Το κείμενο αυτό της Χαράς Κουμουλλή – Παπαβασιλείου, (Φιλολόγου) δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Τα Λεύκαρα» αριθμός τεύχους 82, τον Απρίλιο – Ιούνιο 2003.
«Η Κύπρος είναι τα Λεύκαρα» μου απάντησε μία φίλη μου κοσμοπολίτισσα, όταν της ζήτησα τη γνώμη της γι’ αυτό το νησί. Και δε μου φάνηκε υπερβολή, γιατί το χωριό, που ξαπλώνει νωχελικά στη λευκή πλαγιά της Σωτήρας πλουμίζοντάς την με το πράσινο των περιβολιών του χρώμα και το κόκκινο της στέγης των σπιτιών, κρατά όλα σχεδόν τα στοιχεία της κυπριακής παράδοσης, χωρίς όμως να έχει αποβάλει τον προσωπικό του χαρακτήρα. Τη γνωρίζεις κλιμακωτά αυτή την παράδοση, που η αρχή της χάνεται στον προϊστορικό οικισμό της Χοιροκοιτίας. Και προχωράς στην αρχαιότητα, που πρώτα πρώτα την «ακούς» στη γλώσσα των κατοίκων σε ένα πλήθος λέξεων και δομικών στοιχείων της αρχαίας ελληνικής διαλέκτου, χαρακτηριστικό που αφορά ολόκληρη την Κύπρο. Γι’ αυτό κι ποιητής Γιώργος Σεφέρης, όταν για πρώτη φορά θα επισκεφτεί την Κύπρο εντυπωσιασμένος θα γράψει στο φίλο του Νάσο Βαγενά: «Ποτέ δε φανταζόμουν ότι τόσο κοντά στην Ελλάδα ζει ένας κόσμος που μιλά γνήσια την ελληνική γλώσσα τόσο που να σε παραπέμπει στην αρχαία ελληνική πραγματικότητα». Κι ύστερα τη βλέπεις ξανά την αρχαία παράδοση στις εσωτερικές αυλές των σπιτιών και στις νεοκλασικές προσόψεις των κεντρικών κτιρίων, τις διακοσμημένες με τους ιωνικού ή δωρικού ρυθμού κίονες. Και η ιστορία συνεχίζεται.
Στα Λεύκαρα, καθώς τα περιηγείσαι, έχεις την αίσθηση ότι διαβάζεις την ιστορία όλου του νησιού. Οι ξένοι κατακτητές που πέρασαν από πάνω του δεν κατάφεραν να αλλοιώσουν την ψυχή του χωριού, άφησαν όμως, όπως ήταν φυσικό, τα ίχνη τους, που διασώζει η γλώσσα και που φαίνονται πιο καθαρά στα ονόματα των πραγμάτων. Τα Φραγκομάτα, ο τουρκομαχαλάς με τον μιναρέ, το κτίριο της Αστυνομίας, που στέγαζε στα μέσα ακόμα του προηγούμενου αιώνα τον Άγγλο κατακτητή, στο ξάγναντο του χωριού το κάστρο της Ρήγαινας και άλλα διάφορα, που εκτός απ’ την ανάμνηση που συντηρούν, προσδίνουν στο χαρακτήρα του χωριού και το στοιχείο της πολυπολιτισμικότητας.
Τα Λεύκαρα σε κατακτούν σιγά σιγά, όσο περισσότερο τα γνωρίζεις και είναι λογικό, γιατί, όπως πολύ σωστά λέει ο Antoine Saint Exipery στο Μικρό Πρίγκιπα «Δεν αγαπά κανείς παρά μόνο αυτό που γνωρίζει». Πράγματι κάθε φορά που επισκέπτομαι το χωριό, καθώς το περιδιαβάζω, όλο και κάτι καινούργιο ανακαλύπτω, ένα καντούνι τόσο στενό, που θυμίζει τα Μεστά της Χίου, μια αριστουργηματικά δομημένη καμάρα, ένα σπίτι πανάρχαιο συντηρημένο με απόλυτη προσήλωση στην πρωτογενή του μορφή. Έπειτα εκείνες οι εκκλησιές οι ατέλειωτες, οι παμπάλαιες, οι μικρές, οι απέριττες, με τα παράξενα ονόματα, όπως ο Άγιος Ξωρινός, ο Αϊ Γιώργης ο Οξύς. Κι ο καβαλάρης στη χαίτη του λιονταριού που κατοικεί σαν σύμβολο ακατανίκητης δύναμης και σαν φύλακας στη μέση του χωριού, ο Άγιος Μάμας, μου ΄φερε στο νου το θυρεό της Πύλης Των Λεόντων των αρχαίων Μυκηνών. Τελευταία γνώρισα και την Παναγία της Ομορφιάς.
Τα περισσότερα εκκλησάκια βρίσκονται ενσωματωμένα στα σπίτια. Ξαφνικά τ’ ανακαλύπτεις. Σ’ αιφνιδιάζουν! Τα διάσπαρτα όμως στην περιφέρεια των Κάτω Λευκάρων βυζαντινά έλκουν την προσοχή του επισκέπτη, ξεχωρίζουν! Το ίδιο και ο Τίμιος Σταυρός που προβάλλει στο κέντρο του περιβόλου του κι είναι το πρώτο που το μάτι σου αντικρίζει, μόλις φανεί από μακριά η εικόνα του χωριού. Τις νύχτες του καλοκαιριού, καθώς έκανα τον περίπατό μου, είχα την ευκαιρία να τον απολαμβάνω, φωταγωγημένο όπως τον αγνάντευα, σαν το ωραιότερο πλουμί της πιο τεχνήτρας κεντήστρας των Λευκάρων. Τα χρώματα, οι καμπύλες, τα περιγράμματα, οι φωτοσκιάσεις, όλα αυτά μου θύμισαν τ’ αριστουργήματα που κεντούσαν κι ακόμα κεντούν οι Λευκαρίτισσες.
Ένα στοιχείο το πιο δυνατό της λευκαρίτικης παράδοσης είναι η ιστορία του κεντήματος, που γράφτηκε με πολύ κόπο από άντρες και γυναίκες. Είναι μια παράδοση ολοζώντανη και παγκοσμίως γνωστή εξαιτίας των κεντητάρηδων, δηλαδή των κεντηματεμπόρων, που ξενιτεύονταν χρόνια ολόκληρα, προκειμένου να πουλήσουν τα περίφημα λινά εργόχειρα των γυναικών. Το χωριό ήταν γεμάτο κεντήστρες και με τον καιρό η κάθε οικογένεια είχε και τον κεντητάρη της έναν ή περισσότερους. Οι απόγονοί τους διατηρούν πολλά ακούσματα απ’ τις εμπειρίες τους, που περιβάλλονταν την αίγλη του παραμυθιού, αφού τα ταξίδια σε ξένες χώρες την παλιά εποχή ήταν τα ίδια μια περιπέτεια. Οι κεντητάρηδες που πρώτοι πήραν θαρρετά και με σθένος το δρόμο της ξενιτιάς, αυτοί οι παλιοί έχουν φύγει εδώ και καιρό απ’ τη ζωή και τα ταξίδια τους τ’ αλαργινά έχουν πια τελειώσει. Το ταξίδι τους όμως μέσα στο χρόνο δε σταματά ποτέ, επειδή στο καινούργιο διασώζεται το παλιό, που το συγκρατεί και σαν μαγιά το τρέφει. Έτσι εξασφαλίζεται η αδιάσπαστη συνέχεια στ’ ανθρώπινα, όπως λέει και ο Όμηρος στο Ζ της Ιλιάδας: «Σαν τα φύλλα των δέντρων οι γενιές των ανθρώπων διαδέχονται η μια την άλλη». Μελαγχολικό αλλά και αισιόδοξο το μήνυμα του μεγάλου ποιητή καταδεικνύει, πόσο αλληλοεξαρτημένες είναι οι έννοιες της ζωής και του θανάτου, πόσο πλησίον ενοικούν η μία στην άλλη. Και ο Ηράκλειτος αργότερα την ίδια σχέση θα εκφράσει με την «ενότητα των αντιθέσεων», τη νομοτελειακή αρχή του «γίγνεσθαι», πηγή της ζωής και κάθε μορφής δημιουργίας. Στο γεγονός της διαδοχής το τέλος και η αρχή μοιάζουν με κρίκους άρρηκτα συνδεδεμένους μεταξύ τους. Έτσι ταξιδεύει και η πολυταξιδεμένη ζωή των κεντητάρηδων στη μνήμη και το έργο των απογόνων τους.
Και επειδή ο ανθρώπινος βίος παρά την εξέλιξη και την πρόοδο αίρει το σταυρό της αβάσταχτης πεζότητας και του αφόρητου ρεαλισμού, γεννιέται επιτακτική η ανάγκη μέσα μας της διαφυγής στο παρελθόν, που οπωσδήποτε κι αυτό εξιδανικεύεται. Δύσκολα ήταν τα χρόνια τότε. Η ανάγκη κρατούσε σκυφτές κάτω απ’ το λιγοστό φως τις γυναίκες στ’ απανωτά τους νυχτέρια. Δημιουργούσαν όμως τέχνη μες στη θαλπωρή της ανθρώπινης επαφής. Και πάλι η ανάγκη έσπρωχνε τον κεντητάρη στ’ άγνωστα της ξενιτιάς μονοπάτια. Όμως ο δρόμος για την ξενιτιά τον γέμιζε εμπειρίες και τον έκανε πολύμητι (= συνετό, στοχαστικό) σαν τον Οδυσσέα. Η ξενιτιά ήταν η «Ιθάκη» του. Το μέγιστο όφελος ήταν αυτή, η γνώση και η σοφία που του 'δινε κι όχι η επίτευξη του βιοπορισμού, το υλικό κέρδος. Η ξενιτιά ατσάλωνε επίσης το χαρακτήρα του και θέριευε την αγάπη και τον πόνο για τον τόπο του, που εκδηλωνόταν έμπρακτα με δωρεές εκ μέρους τουλάχιστον των μεγαλοεπιχειρηματιών που είχαν ξεκινήσει ως κεντηματέμποροι τη σταδιοδρομία τους στα ξένα. Στην αναπόφευκτη σύγκριση με τις προηγμένες χώρες της Ευρώπης η πατρίδα του με το άπλετο φως και το απέραντο γαλάζιο έβγαινε πάντα πρώτη. Απ’ τις χώρες που επισκεπτόταν έπαιρνε όμως τα εφόδια που θα του επέτρεπαν να ζήσει πιο άνετα την οικογένειά του. Έμμεσα ωφελούσε και το χωριό του.
«Ο πατέρας μου, ο Χατζηγιώργης Μουστούκας», αφηγείται ο Μιχαλάκης Χατζηγεωργίου που ζει στην Αγγλία, «όταν αρραβωνιάστηκε τη μητέρα μου την Ανδρονίκη το γένος Τζωρτζή Κάττου, για να εξοικονομήσει χρήματα να χτίσει το σπίτι τους, έκανε τον κεντητάρη σχεδόν οχτώ χρόνια. Ταξίδεψε στην Αυστρία, Ουγγαρία, Δανία, Παλαιστίνη. Στην Ουγγαρία απαγορευόταν να πουλήσει κανείς από σπίτι σε σπίτι χωρίς άδεια εργασίας κι ο πατέρας μου άρχισε να πουλά χωρίς άδεια γυρολόγου. Έγινε όμως αντιληπτός και τον διέταξαν να εγκαταλείψει τη χώρα εντός ολίγων ημερών. Αυτό ήταν όμως πολύ δύσκολο, γιατί είχε πουλήσει με δόσεις κι έπρεπε να μείνει περισσότερο, προκειμένου να εισπράξει τα χρήματά του. Απευθύνθηκε λοιπόν στην ελληνική πρεσβεία, αλλά του είπαν ότι δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν, επειδή ήταν Εγγλέζος υπήκοος. Την επομένη ημέρα, καθώς περπατούσε στους δρόμους της Βουδαπέστης, είδε εγγλέζικες σημαίες να κυματίζουν. Ρώτησε και του είπαν πως κάποιος Άγγλος επίσημος επισκέφτηκε την Ουγγαρία. Πήρε θάρρος και ζήτησε τη συμπαρά-σταση της εγγλέζικης πρεσβείας. Του έδωσαν, αντί για μια βδομάδα που είχε ζητήσει, έξι μήνες άδεια παραμονής. Εισέπραξε τα χρήματά του κι επέστρεψε στην Κύπρο.
Το 1939 βρισκόταν στην Αυστρία. Η κυβέρνηση ζήτησε να φύγουν οι Άγγλοι υπήκοοι. Έφυγε αφήνοντας όλα τα κεντήματα. Νόμιζε ότι θα επέστρεφε ... Το ίδιο και οι άλλοι. Έμεινε πια μέχρι το τέλος της ζωής του στα Λεύκαρα. Ασχολήθηκε με τα χτήματα κι άνοιξε καφενείο. Το 1947 έδωσε στον αδερφό μου το Νίκο κεντήματα (κεντούσε η μάνα μου η Ανδρονίκη) να τα πουλήσει στην Αγγλία όπου ζούσε. Έκτοτε του έστελνε με άδεια εξαγωγής του Εμπορικού Επιμελητηρίου μέσω του υπουργείου Εξωτερικών. Οι Άγγλοι μετά τον πόλεμο είχαν επιτρέψει να εισάγουν στην Αγγλία ένα ποσοστό κεντημάτων. Νομίζω ότι είχε ιδρυθεί κιόλας Σύλλογος Λευκαριτών Κεντηματεμπόρων».
Αυτές τις αναμνήσεις του μας αφηγήθηκε ένα βράδυ ο θείος μας ο Μιχαλάκης Χατζηγεωργίου, για τον κεντητάρη πατέρα του. Τις είπαμε κι εμείς στα παιδιά μας. Κι αυτά ποιος ξέρει; Κάποιο σούρουπο, γιατί τότε οι μνήμες μάς κάνουν τη χάρη και μας επισκέπτονται, καθώς ο ήλιος θα ταξιδεύει για τη χώρα των Αιθιόπων ξαπλωμένος στο χρυσό του ανάκλιντρο, θα θυμηθούν τα ταξίδια τ’ αλαργινά του προπάππου τους και θα τα ιστορήσουν στα δικά τους παιδιά. «Ήταν κι εκείνος ένας κεντητάρης που έβαλε με τον ιδρώτα του και το δικό του λιθαράκι στη δημιουργία της παράδοσης του κεντήματος, της τόσο σημαντικής για τη συντήρηση της ζωής και την ανάπτυξη των Λευκάρων» ίσως πουν στοχαστικά.
«Σαν τα φύλλα των δέντρων οι γενιές των ανθρώπων διαδέχονται η μία την άλλη». Τα φθινοπωρινά και του χειμώνα τα φύλλα θρέφουν τη ρίζα κι αυτή με τη σειρά της θα κάνει να φυτρώσουν οι νέοι βλαστοί πάνω στα κλαδιά του δέντρου. Η παράδοση έτσι συνεχίζεται, χωρίς διάσπαση και χάσματα, χωρίς διακοπή, αφήνοντας πίσω της το αποστεωμένο, το άχρηστο και το περιττό, το ανίκανο να επιβιώσει. Το βλέπεις καθαρά, το βιώνεις στα πανέμορφα Λεύκαρα, που χάρη στην ιδιαιτερότητα της ιστορίας τους ξεχωρίζουν από τα άλλα επίσης ωραία χωριά του νησιού. Αυτή τα κάνει να φαντάζουν ως το ωραιότερο πλουμί της καλύτερης κεντήστρας.

Αθήνα Φλεβάρης 2003
Κουμουλλή – Παπαβασιλείου Χαρά, Φιλόλογος
Ο Χατζηγιώργης Μουστούκας με τον Γιώργο Σκορδαλλόν, κεντηματέμποροι στην Ευρώπη το 1930.

 
Ο Χατζηγιώργης Μουστούκας (όρθιος) με τον Γιώργο Σκορδαλλόν, κάπου στην Ευρώπη εκθέτουν τα «Λευκαρίτικα» κεντήματα το 1930 όπως φαίνεται και στην φωτογραφία.
Ο Χατζηγιώργης Μουστούκας με τη σύζυγό του Ανδρονίκη και το γιο του Μιχαλάκη Χατζηγεωργίου, όταν είχε καφενείο στα Λεύκαρα μετά τη επιστροφή από τη Ευρώπη.
Στην πιο πάνω φωτογραφία ο Χατζηγιώργης Μουστούκας (πάνω αριστερά) στην Ευρώπη (την δεκαετία του 1930) εκθέτει σε υπαίθρια καφετέρια της εποχής τα «Λευκαρίτικα».



Ο Χατζηγιώργης (Γιώργος) Μουστούκας (αριστερά) με τον αδελφό του Μιχαήλη Μουστούκας επίσης κεντηματέμπορο στην Τεργέστη της Ιταλίας.

Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

ΧΩΡΙΑ ΚΟΝΤΑ ΣΤΑ ΛΕΥΚΑΡΑ



Πολύ κοντά στα Πάνω Λεύκαρα βρίσκονται πολλές γραφικές κοινότητες της ορεινής περιοχής της Επαρχίας Λάρνακας, χαρακτηριστικό της οποίας είναι το λευκό χώμα, τα ελαιόδεντρα και οι χαρουπιές. Πίσω από τους χαμηλούς κυματοειδείς λόφους ο επισκέπτης μπορεί να ανακαλύψει κρυμμένα γραφικά χωριά όπως τα: 1. Κάτω Λεύκαρα, 2. Κάτω Δρυς (Κάτωδρυς), 3. Βάβλα, 4. Λάγια, 5. Ορά, 6. Μελίνη, 7. Οδού, 8. Βαβατσινιά και 9. Αγίοι Βαβατσινιάς. Κατεβαίνοντας προς τον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας – Λεμεσού, συναντάμε τα χωριά 10. Σκαρίνου και 11. Χοιροκοιτία
1. Κάτω Λεύκαρα. Από την «Πηγή» των Πάνω Λευκάρων ξεκινά ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος (γύρω στο 1 χμ.) που οδηγεί στο δίδυμο χωριό τα Κάτω Λεύκαρα. Ο διαχωρισμός σε Πάνω Λεύκαρα και Κάτω Λεύκαρα απαντάται από τα χρόνια της τουρκοκρατίας, οπότε θα πρέπει, τα Κάτω Λεύκαρα να ιδρύθηκαν από Έλληνες εκτοπισμένους. Σε προγενέστερες πηγές αναφέρονται τα Λεύκαρα ως ένας μόνο οικισμός που ήταν, προφανώς, τα Πάνω Λεύκαρα Επίσης μπορείτε να επισκεφθείτε το Ναό του Μιχαήλ Αρχάγγελου στα Κάτω Λεύκαρα, ένα μονόκλιτο βυζαντινό ναό του 12ου αιώνα με τοιχογραφίες.


Κάτω Λεύκαρα

Ένα χιλιόμετρο προτού φθάσουμε στα Πάνω Λεύκαρα είναι το σταυροδρόμι απ’ όπου ξεκινά ο δρόμος προς τον Κάτω Δρυ (Κάτωδρυ), τη Βάβλα την Ορά, τη Μελίνη και την Οδού.

2. Κάτω Δρυς (Κάτωδρυς), νοτιοανατολικά των Πάνω Λευκάρων (4 χλμ.) βρίσκεται η κοινότητα την οποία μπορούμε να επισκεφτούμε και να προσκυνήσουμε στο μοναστήρι του Αγίου Μηνά (παλιά εκκλησιά με θερμή φιλοξενία από τις καλόγριες). Στην είσοδο του χωριού είναι ένας πελώριος αιωνόβιος πλάτανος με παχιά σκιά, θαυμάσιο μέρος για φαγητό, καφέ και ξεκούραση. Η λαϊκή αρχιτεκτονική του χωριού παρουσιάζει ενδιαφέρον και διαθέτει και Μουσείο λαϊκής τέχνης.
Στον Κάτω Δρυ, ο Ιάκωβος Κορνιώτης και η σύζυγός του Έλλη έφτιαξαν ένα καταπληκτικό Μουσείο (σε έξη ενότητες) και ένα παραδοσιακό Ξενώνα πολύ φιλόξενο και παραδοσιακό με παλιά έπιπλα που βρίσκεται μέσα στην φύση το «Garden Kamara House».


Κάτω Δρυς
Ακολουθώντας την ίδια διαδρομή φτάνουμε στη Βάβλα, στην Λάγια, στην Ορά, στη Μελίνη και στην Οδού.

3. Βάβλα είναι ένα μικρό χωριό στην ορεινή Λάρνακας, κτισμένο με άσπρη πέτρα (πέτρα των Λευκάρων) με έντονα παραδοσιακά χαρακτηριστικά και λαϊκή αρχιτεκτονική. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το εξωκκλήσι της Παναγίας της Αγάπης που βρίσκεται δύο χιλιόμετρα βόρεια της Βάβλας σε ένα καταπράσινο τοπίο όπου ρέει ο ποταμός του Αγίου Μηνά. Κτίστηκε το 1935 στη βάση ναΐσκου του 16ου αιώνα.

4. Λάγια η κοινότητα βρίσκεται στην επαρχία Λάρνακας. Γειτονεύει με τις κοινότητες: Βάβλα, Χοιροκιτία, Ορά, Αγίοι Βαβατσινιάς.

5. Ορά, κοινότητα της επαρχίας Λάρνακας στην Κύπρο.

6. Μελίνη , κοινότητα της επαρχίας Λάρνακας στην Κύπρο.

7. Οδού, κοινότητα της επαρχίας Λάρνακας στην Κύπρο.

Δυτικά των Λευκάρων και ανεβαίνοντας λίγο πιο ψηλά συναντούμε τη γραφική Βαβατσινιά και τους Αγίους Βαβατσινιάς.

8. Βαβατσινιά, κοινότητα της επαρχίας Λάρνακας στην Κύπρο.

9. Αγίοι Βαβατσινιάς Το όνομα της κοινότητας οφείλεται το «Άγιοι» στους Αγίους Ανάργυρους, Κοσμά και Δαμιανό στους οποίους είναι αφιερωμένη η εκκλησία του χωρίου και το «Βαβατσινιά» επειδή συνδέεται με το γειτονικό χωριό, την Βαβατσινιά.

Αγίοι Βαβατσινιάς

10. Σκαρίνου, νοτιοανατολικά των Λευκάρων και κατεβαίνοντας 11 χιλ. συναντάμε το χωριό Σκαρίνου. Είναι πάνω στον οδικό άξονα του νησιού που ενώνει την Λευκωσία, την Λεμεσό και την Λάρνακα. Κτισμένη ανάμεσα στις λοφοπλαγιές με μέσο υψόμετρο 190 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας με σπίτια κτισμένα με τοπικό πέτρωμα και διατηρούν σε αρκετά μεγάλο βαθμό την παραδοσιακή λαϊκή αρχιτεκτονική τους. Το χωριό έγινε πολύ γνωστό σε ολόκληρη την Κύπρο για τον σταθμό του, τον Σταθμός της Σκαρίνου, που βρίσκεται στον παλιό δρόμο Λεμεσού – Λευκωσίας. Στην περίφημη περιοχή του Lace ανάμεσα στα Λεύκαρα και τη Σκαρίνου ιδρύθηκε το 2001 το «Donkey Farm» αγρόκτημα Διποτάμου.

11. Χοιροκοιτία, νότια των Λευκάρων περνώντας τη Σκαρίνου, προς τη Λεμεσό βρίσκεται το γραφικό χωριό της Χοιροκοιτίας σε λοφώδη περιοχή στην επαρχία Λάρνακας και συνδέεται νοτιοανατολικά μέσω του αυτοκινητόδρομου Λεμεσού – Λευκωσίας με τις δύο αυτές πόλεις. Από τα Λεύκαρα φτάνουμε ακλουθώντας τη διαδρομή Κάτω Δρυς, Βάβλα, Χοιροκοιτία.
Η Χοιροκοιτία είναι κτισμένη σε μέσο υψόμετρο 220 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας και το τοπίο της διαμελισμένο από τον ποταμό του Αγίου Μηνά.
Ο αρχαιολογικός χώρος της Χοιροκοιτίας ανήκει από το 1998 στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτστικής Κληρονομίας της Ουνέσκο. Είναι οικισμός της Νεολιθικής περιόδου και διασώζεται σε καλύτερη κατάσταση απ' ότι οι περισσότεροι οικισμοί της ίδιας περιόδου όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και σ΄ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Ο οικισμός αντιπροσωπεύει με τις διαδοχικές του φάσεις την ιστορία της Νεολιθικής περιόδου στην Κύπρο και παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για την εξάπλωση του Νεολιθικού πολιτισμού στην περιοχή.


[Από τον Δημήτρη Χ. Κουμουλλή (Dimitris Koumoullis)]

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Τα Ωραία Λεύκαρα

Τα Λεύκαρα είναι κτισμένα αμφιθεατρικά στους πρόποδες του λόφου Σωτήρα (υψόμετρο 696 περίπου). Θα μπορούσε κανείς να πει πως τα Λεύκαρα βρίσκονται στην καρδιά της Κύπρου, αφού απέχουν 50 χλμ. από τη Λευκωσία, 43 χλμ. από τη Λάρνακα και 50 χλμ. από τη Λεμεσό.
Έχει μεγάλη έκταση γης, 6.182 καλλιεργήσιμα εκτάρια τα οποία καλλιεργούνταν μέχρι το 1955 περίπου.
Αυτό εξηγείται, ίσως, από το γεγονός ότι κατά την άφιξη των Τούρκων όλοι οι συνοικισμοί γύρω από τα Λεύκαρα εγκαταλείφτηκαν και οι κάτοικοι ουδέποτε επέστρεψαν σ’ αυτούς, έτσι η γη τους ενώθηκε με των Λευκάρων. Είναι το δεύτερο μεγαλύτερο σε διοικητική έκταση μετά την Αθηαίνου (6,414 εκτάρια).
[Από τον Δημήτρη Χ. Κουμουλλή (Dimitris Koumoullis)].